-
1 διήκω
A- ξω Gal.Anim.Pass.1
:— extend or reach from one place to another, ἐκ.. εἰς or ἐπί .., Hdt.2.106, 6.31; μέχρι .. Id.4.185; ἄχρις .. Ti. [dialect] Locr. 101a; δ. ἔς τε τὸ ἔσω.. καὶ ἐς τὸ ἔξω, i.e. right through, Th.3.21; ἀπό.. πρός .. Luc.VH1.19;διὰ πάντων Corn.ND 11
; κατά, περί τι, Iamb.Comm.Math.4, 15.II c. acc., pervade,πόλιν διήκει.. βάξις A.Ag. 476
(lyr.), cf. Th. 900 (lyr.); τὸ σὸν ὄνομα δ. πάντας, volitat per ora, S.OC 306 (but in an inverted constr.σῶφρον γὰρ ὄμμα τοὐμὸν Ἑλλήνων λόγος πολὺς διήκει E.Hyps.Fr.34(60).45
);διὰ πάντων διήκουσα δύναμις Arist.Mu. 396b29
; κατὰ στενὸν δ. ib. 393b5; αἱ κοιναὶ καὶ διήκουσαι κακίαι peruading faults, Phld.Sign.28: c. gen.,φρόνημα δ. λόγου Philostr.VS1.17.3
; ἡδονὴ δ. [ποιημάτων] Id.Her.18.1.3 discuss in detail, Gal. l.c. -
2 διηκω
1) проходить, распространяться, проникать(διήκει πόλιν στόνος Aesch.; θόρυβος διῆξε τοῦ δήμου Plut.)
δ. πάντας Soph. — стать общеизвестным;ἥ διὰ πάντων διήκουσα δύναμις Arst. — сила, наполняющая собой вселенную2) доходить, простираться, достигать(ἐκ θαλάσσης τῆς Βορηΐης ἐπὴ τέν νοτίην, μέχρι Ἠρακλέων στηλέων Her.; ἐς τὸ ἔσω καὴ ἐς τὸ ἔξω Thuc.; εἰς τὸν πόντον, πρὸς τοὺς ἄλλους, ἐπὴ τὰ κάτω Arst.; εἴς τινα Plut.)
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский